- πληρωτικός
- -ή, -ό / πληρωτικός, -ή, -όν, ΝΑ και πλερωτικός, -ή, -ό, Ν [πληρώ]νεοελλ.αυτός που γίνεται ή εκτελείται με πληρωμή, τοῑς μετρητοίς, με την άμεση καταβολή χρημάτωναρχ.1. αυτός που μπορεί να γεμίζει («δύναμις πληρωτική κοιλωμάτων», Πτολ.)2. ιατρ. πληθωρικός3. αυτός που προκαλεί πληθώρα4. αυτός που αναγνωρίζει την πλήρη πληρωμή («πληρωτικὴ απόδειξις» — απόδειξη πλήρους εξοφλήσεως χρέους).επίρρ...πληρωτικῶς Ακατά τρόπο πληρωτικό («πληρωτικῶς παρέχουσιν τὰ δημόσια»).
Dictionary of Greek. 2013.